- αναδείχνω
- βλ. αναδεικνύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναδείχνω — αναδείχνω, ανέδειξα και ανάδειξα βλ. πίν. 29 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναδείχνω — ανάδειξα, αναδείχτηκα, αναδειγμένος. 1. κάτι αφανές το κάνω σπουδαίο: Ο αδελφός του τον ανάδειξε. 2. εκλέγω, διορίζω: Οι τελευταίες εκλογές τον ανάδειξαν δήμαρχο. 3. το μέσ., αναδείχνομαι διακρίνομαι, προοδεύω: Αναδείχτηκε με τη δουλειά του και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδεικνύω — αναδεικνύω, ανέδειξα και ανάδειξα βλ. πίν. 87 και πρβλ. αναδείχνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανυψώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. σηκώνω κάτι ψηλά: Σε λίγο το αεροπλάνο είχε ανυψωθεί. 2. κάνω κάτι να πάρει ύψος, να γίνει ψηλό: Από τη μεριά αυτή ο τοίχος πρέπει να ανυψωθεί. 3. εξυψώνω, αναδείχνω: Η επιτυχία του εκείνη τον ανύψωσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)